- ογκόπαγος
- ομεγάλων διαστάσεων όγκος πάγου, αλλ. παγόβουνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ογκόπαγος — ο τεράστιος πάγος που επιπλέει στις αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες, παγόβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος [Ι] + πάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek